- εντροπαλός
- η , ό[ν] стыдливый, застенчивый, робкий; смущённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντροπαλός — και ντροπαλός, ή, ό (Μ ἐντροπαλός, ή, ό(ν)) αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή» «εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλά με συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα … Dictionary of Greek
ντροπαλός — ή, ό 1. αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή 2. συνεσταλμένος, διστακτικός («είναι πολύ ντροπαλός και δεν τής μιλά για τα αισθήματά του»). επίρρ... ντροπαλά με ντροπή, με συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐντροπαλός < ἐντροπή + κατάλ. αλός (πρβλ. σιγ… … Dictionary of Greek